- απειράριθμος
- -η, -οαναρίθμητος: Απειράριθμα κουνούπια δε μας άφηναν να κοιμηθούμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απειράριθμος — η, ο άπειρος στον αριθμό, αναρίθμητος … Dictionary of Greek
αλογάριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος 3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 4. αυτός… … Dictionary of Greek
απειροπληθής — ές (Μ άπειροπληθής, οῡς) ο άπειρος κατά το πλήθος, απειράριθμος, αμέτρητος … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ισόψαμμος — ἰσόψαμμος, ον (Μ) αυτός που είναι ίσος σε αριθμό με τους κόκκους τής άμμου, απειράριθμος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψάμμος «άμμος»] … Dictionary of Greek
νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… … Dictionary of Greek
πολυαμύθητος — ον, Α απειράριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀμύθητος «αναρίθμητος»] … Dictionary of Greek